ενυπόγραφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενυπόγραφος | η | ενυπόγραφη | το | ενυπόγραφο |
| γενική | του | ενυπόγραφου | της | ενυπόγραφης | του | ενυπόγραφου |
| αιτιατική | τον | ενυπόγραφο | την | ενυπόγραφη | το | ενυπόγραφο |
| κλητική | ενυπόγραφε | ενυπόγραφη | ενυπόγραφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενυπόγραφοι | οι | ενυπόγραφες | τα | ενυπόγραφα |
| γενική | των | ενυπόγραφων | των | ενυπόγραφων | των | ενυπόγραφων |
| αιτιατική | τους | ενυπόγραφους | τις | ενυπόγραφες | τα | ενυπόγραφα |
| κλητική | ενυπόγραφοι | ενυπόγραφες | ενυπόγραφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενυπόγραφος < ελληνιστική κοινή ἐνυπόγραφος < αρχαία ελληνική ὑπογράφω < ὑπό + γράφω
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ενυπόγραφα
- ενυπογράφως
- → δείτε τις λέξεις εν, υπογράφω, υπό και γράφω
Μεταφράσεις
ενυπόγραφος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.