προϋπηρετώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προϋπηρετώ < ελληνιστική κοινή προϋπηρετέω / προϋπηρετῶ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προϋπηρετώ | προϋπηρετούσα | θα προϋπηρετώ | να προϋπηρετώ | προϋπηρετώντας | |
| β' ενικ. | προϋπηρετείς | προϋπηρετούσες | θα προϋπηρετείς | να προϋπηρετείς | (προϋπηρέτει) | |
| γ' ενικ. | προϋπηρετεί | προϋπηρετούσε | θα προϋπηρετεί | να προϋπηρετεί | ||
| α' πληθ. | προϋπηρετούμε | προϋπηρετούσαμε | θα προϋπηρετούμε | να προϋπηρετούμε | ||
| β' πληθ. | προϋπηρετείτε | προϋπηρετούσατε | θα προϋπηρετείτε | να προϋπηρετείτε | προϋπηρετείτε | |
| γ' πληθ. | προϋπηρετούν(ε) | προϋπηρετούσαν(ε) | θα προϋπηρετούν(ε) | να προϋπηρετούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προϋπηρέτησα | θα προϋπηρετήσω | να προϋπηρετήσω | προϋπηρετήσει | ||
| β' ενικ. | προϋπηρέτησες | θα προϋπηρετήσεις | να προϋπηρετήσεις | προϋπηρέτησε | ||
| γ' ενικ. | προϋπηρέτησε | θα προϋπηρετήσει | να προϋπηρετήσει | |||
| α' πληθ. | προϋπηρετήσαμε | θα προϋπηρετήσουμε | να προϋπηρετήσουμε | |||
| β' πληθ. | προϋπηρετήσατε | θα προϋπηρετήσετε | να προϋπηρετήσετε | προϋπηρετήστε | ||
| γ' πληθ. | προϋπηρέτησαν προϋπηρετήσαν(ε) |
θα προϋπηρετήσουν(ε) | να προϋπηρετήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προϋπηρετήσει | είχα προϋπηρετήσει | θα έχω προϋπηρετήσει | να έχω προϋπηρετήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προϋπηρετήσει | είχες προϋπηρετήσει | θα έχεις προϋπηρετήσει | να έχεις προϋπηρετήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προϋπηρετήσει | είχε προϋπηρετήσει | θα έχει προϋπηρετήσει | να έχει προϋπηρετήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προϋπηρετήσει | είχαμε προϋπηρετήσει | θα έχουμε προϋπηρετήσει | να έχουμε προϋπηρετήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προϋπηρετήσει | είχατε προϋπηρετήσει | θα έχετε προϋπηρετήσει | να έχετε προϋπηρετήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προϋπηρετήσει | είχαν προϋπηρετήσει | θα έχουν προϋπηρετήσει | να έχουν προϋπηρετήσει |
| |
Μεταφράσεις
προϋπηρετώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.