ὑπηρέτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ὑπηρέτης | οἱ | ὑπηρέται |
| γενική | τοῦ | ὑπηρέτου | τῶν | ὑπηρετῶν |
| δοτική | τῷ | ὑπηρέτῃ | τοῖς | ὑπηρέταις |
| αιτιατική | τὸν | ὑπηρέτην | τοὺς | ὑπηρέτᾱς |
| κλητική ὦ! | ὑπηρέτᾰ | ὑπηρέται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑπηρέτᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὑπηρέταιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ὑπηρέτης αρσενικό
- (βοηθητικός) κωπηλάτης, υποκωπηλάτης (κάτω από τις οδηγίες του ἐρέτου)
- (επάγγελμα) υπηρέτης
- ακόλουθος
- (επάγγελμα) εργάτης
- (θρησκεία) ιερέας, λειτουργός
- (στην Αθήνα: στρατιωτικός όρος) (βοηθητικός) στρατιώτης (βοηθός του ὁπλίτου)
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- Λέξεις ὑπηρε @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
→ και δείτε τη λέξη ἐρέτης
Αναφορές
- «ἐρέτης» - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- ὑπηρέτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπηρέτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.