valet
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- valet < γαλατική *vassο, « υπηρέτης », που έδωσε το λαϊκό λατινικό vassellittus
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.lɛ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
valet (fr) αρσενικό
- ο υπηρέτης
- valet de chambre
- (μεταφορικά) ο δούλος
- il se comporte en valet - φέρεται δουλικά
Παροιμίες
- tel maître, tel valet - οι υπηρέτες παίρνουν τις συνήθειες των κυρίων τους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.