αφυπηρετώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
αφυπηρετώ
- (στρατιωτικός όρος, λόγιο) μετά από την περάτωση της στρατιωτικής μου θητείας παίρνω απολυτήριο από το στρατό
- (λόγιο) περατώνεται η υπηρεσία που έχω σε κάποιον τομέα και αποσύρομαι απ’ αυτή
Συγγενικά
- αφυπηρετήσας
- αφυπηρέτηση
- αφυπηρετών
- → δείτε τις λέξεις υπηρέτης και ερέτης
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αφυπηρετώ | αφυπηρετούσα | θα αφυπηρετώ | να αφυπηρετώ | αφυπηρετώντας | |
| β' ενικ. | αφυπηρετείς | αφυπηρετούσες | θα αφυπηρετείς | να αφυπηρετείς | (αφυπηρέτει) | |
| γ' ενικ. | αφυπηρετεί | αφυπηρετούσε | θα αφυπηρετεί | να αφυπηρετεί | ||
| α' πληθ. | αφυπηρετούμε | αφυπηρετούσαμε | θα αφυπηρετούμε | να αφυπηρετούμε | ||
| β' πληθ. | αφυπηρετείτε | αφυπηρετούσατε | θα αφυπηρετείτε | να αφυπηρετείτε | αφυπηρετείτε | |
| γ' πληθ. | αφυπηρετούν(ε) | αφυπηρετούσαν(ε) | θα αφυπηρετούν(ε) | να αφυπηρετούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αφυπηρέτησα | θα αφυπηρετήσω | να αφυπηρετήσω | αφυπηρετήσει | ||
| β' ενικ. | αφυπηρέτησες | θα αφυπηρετήσεις | να αφυπηρετήσεις | αφυπηρέτησε | ||
| γ' ενικ. | αφυπηρέτησε | θα αφυπηρετήσει | να αφυπηρετήσει | |||
| α' πληθ. | αφυπηρετήσαμε | θα αφυπηρετήσουμε | να αφυπηρετήσουμε | |||
| β' πληθ. | αφυπηρετήσατε | θα αφυπηρετήσετε | να αφυπηρετήσετε | αφυπηρετήστε | ||
| γ' πληθ. | αφυπηρέτησαν αφυπηρετήσαν(ε) |
θα αφυπηρετήσουν(ε) | να αφυπηρετήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αφυπηρετήσει | είχα αφυπηρετήσει | θα έχω αφυπηρετήσει | να έχω αφυπηρετήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αφυπηρετήσει | είχες αφυπηρετήσει | θα έχεις αφυπηρετήσει | να έχεις αφυπηρετήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αφυπηρετήσει | είχε αφυπηρετήσει | θα έχει αφυπηρετήσει | να έχει αφυπηρετήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αφυπηρετήσει | είχαμε αφυπηρετήσει | θα έχουμε αφυπηρετήσει | να έχουμε αφυπηρετήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αφυπηρετήσει | είχατε αφυπηρετήσει | θα έχετε αφυπηρετήσει | να έχετε αφυπηρετήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αφυπηρετήσει | είχαν αφυπηρετήσει | θα έχουν αφυπηρετήσει | να έχουν αφυπηρετήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.