εξυπηρετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξυπηρετικός | η | εξυπηρετική | το | εξυπηρετικό |
| γενική | του | εξυπηρετικού | της | εξυπηρετικής | του | εξυπηρετικού |
| αιτιατική | τον | εξυπηρετικό | την | εξυπηρετική | το | εξυπηρετικό |
| κλητική | εξυπηρετικέ | εξυπηρετική | εξυπηρετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξυπηρετικοί | οι | εξυπηρετικές | τα | εξυπηρετικά |
| γενική | των | εξυπηρετικών | των | εξυπηρετικών | των | εξυπηρετικών |
| αιτιατική | τους | εξυπηρετικούς | τις | εξυπηρετικές | τα | εξυπηρετικά |
| κλητική | εξυπηρετικοί | εξυπηρετικές | εξυπηρετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.