ἐρέσσω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἐρέσσω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ἐρέσσω
- κωπηλατώ
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 78 (77-78)
- ταῦτά τέ μοι τελέσαι πῆξαί τ᾽ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν, | τῷ καὶ ζωὸς ἔρεσσον ἐὼν μετ᾽ ἐμοῖς ἑτάροισιν.»
- Κι όταν μ᾽ αυτά τελειώσεις, στήριξε το κουπί στον τύμβο μου, | αυτό που είχα ζωντανός, όσο κωπηλατούσα με τους άλλους μου συντρόφους.»
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ταῦτά τέ μοι τελέσαι πῆξαί τ᾽ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν, | τῷ καὶ ζωὸς ἔρεσσον ἐὼν μετ᾽ ἐμοῖς ἑτάροισιν.»
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 194 (192-194)
- Ὣς φάσαν ἱεῖσαι ὄπα κάλλιμον· αὐτὰρ ἐμὸν κῆρ | ἤθελ᾽ ἀκουέμεναι, λῦσαί τ᾽ ἐκέλευον ἑταίρους, | ὀφρύσι νευστάζων· οἱ δὲ προπεσόντες ἔρεσσον.
- Έτσι μιλώντας, τραγουδούσαν με φωνή περίκαλλη, κι εμένα μέσα μου η καρδιά μου | λαχταρούσε να τις ακούσει, παρακαλούσα τους συντρόφους να με λύσουν, | έκανα νόημα γνέφοντας· αλλά εκείνοι εκεί, σκυμμένοι στα κουπιά, κωπηλατούσαν.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Ὣς φάσαν ἱεῖσαι ὄπα κάλλιμον· αὐτὰρ ἐμὸν κῆρ | ἤθελ᾽ ἀκουέμεναι, λῦσαί τ᾽ ἐκέλευον ἑταίρους, | ὀφρύσι νευστάζων· οἱ δὲ προπεσόντες ἔρεσσον.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 78 (77-78)
- κινώ γρήγορα, θέτω σε γρήγορη κίνηση
- διασχίζω τη θάλασσα κωπηλατώντας
- (μεταφορικά) σκέπτομαι
- (μεταφορικά) επισείω απειλές εναντίον κάποιου, εκτοξεύω απειλές εναντίον κάποιου
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 251 (251-253)
- τοίας ἐρέσσουσιν ἀπει-|λὰς δικρατεῖς Ἀτρεῖδαι | καθ᾽ ἡμῶν·
- Γιατί οι δύο Ατρείδες, δίδυμη δύναμη, | απειλές απλωτές τραβούν | εναντίον μας.
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- Τέτοιες απειλές εκτοξεύουν | εναντίον μας οι διπλόθρονοι Ατρείδες
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- Γιατί οι δύο Ατρείδες, δίδυμη δύναμη, | απειλές απλωτές τραβούν | εναντίον μας.
- τοίας ἐρέσσουσιν ἀπει-|λὰς δικρατεῖς Ἀτρεῖδαι | καθ᾽ ἡμῶν·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 251 (251-253)
- (στην παθητική φωνή) (για το τόξο) κρατιέμαι στο χέρι, τεντώνομαι
- (στην παθητική φωνή) κωπηλατούμαι
- αττικός τύπος : ἐρέττω
Σύνθετα
- ἀντερέσσω
- διερέσσω
- περιερέσσω
- προερέσσω
- προσερέσσω
Συγγενικά
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- ἐρέσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρέσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.