αυτοεξυπηρετούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοεξυπηρετούμαι < αυτοεξυπηρέτηση + -ούμαι (αναδρομικός σχηματισμός)
Ρήμα
αυτοεξυπηρετούμαι (αποθετικό)
- μπορώ και εξυπηρετώ εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου, χωρίς να περιμένω από άλλους (για άτομα με κινητικά ή άλλα προβλήματα)
- εξυπηρετούμαι στην αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών από μένα τον ίδιο κι όχι από υπαλλήλους της επιχείρησης
Συγγενικά
- αυτοεξυπηρέτηση
- → δείτε τις λέξεις αυτός, εξυπηρετώ, υπηρέτης και ερέτης
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοεξυπηρετούμαι | αυτοεξυπηρετούμουν | θα αυτοεξυπηρετούμαι | να αυτοεξυπηρετούμαι | ||
| β' ενικ. | αυτοεξυπηρετείσαι | αυτοεξυπηρετούσουν | θα αυτοεξυπηρετείσαι | να αυτοεξυπηρετείσαι | ||
| γ' ενικ. | αυτοεξυπηρετείται | αυτοεξυπηρετούνταν | θα αυτοεξυπηρετείται | να αυτοεξυπηρετείται | ||
| α' πληθ. | αυτοεξυπηρετούμαστε | αυτοεξυπηρετούμασταν αυτοεξυπηρετούμαστε |
θα αυτοεξυπηρετούμαστε | να αυτοεξυπηρετούμαστε | ||
| β' πληθ. | αυτοεξυπηρετείστε | αυτοεξυπηρετούσασταν αυτοεξυπηρετούσαστε |
θα αυτοεξυπηρετείστε | να αυτοεξυπηρετείστε | αυτοεξυπηρετείστε | |
| γ' πληθ. | αυτοεξυπηρετούνται | αυτοεξυπηρετούνταν | θα αυτοεξυπηρετούνται | να αυτοεξυπηρετούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοεξυπηρετήθηκα | θα αυτοεξυπηρετηθώ | να αυτοεξυπηρετηθώ | αυτοεξυπηρετηθεί | ||
| β' ενικ. | αυτοεξυπηρετήθηκες | θα αυτοεξυπηρετηθείς | να αυτοεξυπηρετηθείς | αυτοεξυπηρετήσου | ||
| γ' ενικ. | αυτοεξυπηρετήθηκε | θα αυτοεξυπηρετηθεί | να αυτοεξυπηρετηθεί | |||
| α' πληθ. | αυτοεξυπηρετηθήκαμε | θα αυτοεξυπηρετηθούμε | να αυτοεξυπηρετηθούμε | |||
| β' πληθ. | αυτοεξυπηρετηθήκατε | θα αυτοεξυπηρετηθείτε | να αυτοεξυπηρετηθείτε | αυτοεξυπηρετηθείτε | ||
| γ' πληθ. | αυτοεξυπηρετήθηκαν αυτοεξυπηρετηθήκαν(ε) |
θα αυτοεξυπηρετηθούν(ε) | να αυτοεξυπηρετηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αυτοεξυπηρετηθεί | είχα αυτοεξυπηρετηθεί | θα έχω αυτοεξυπηρετηθεί | να έχω αυτοεξυπηρετηθεί | αυτοεξυπηρετημένος | |
| β' ενικ. | έχεις αυτοεξυπηρετηθεί | είχες αυτοεξυπηρετηθεί | θα έχεις αυτοεξυπηρετηθεί | να έχεις αυτοεξυπηρετηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοεξυπηρετηθεί | είχε αυτοεξυπηρετηθεί | θα έχει αυτοεξυπηρετηθεί | να έχει αυτοεξυπηρετηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοεξυπηρετηθεί | είχαμε αυτοεξυπηρετηθεί | θα έχουμε αυτοεξυπηρετηθεί | να έχουμε αυτοεξυπηρετηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοεξυπηρετηθεί | είχατε αυτοεξυπηρετηθεί | θα έχετε αυτοεξυπηρετηθεί | να έχετε αυτοεξυπηρετηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοεξυπηρετηθεί | είχαν αυτοεξυπηρετηθεί | θα έχουν αυτοεξυπηρετηθεί | να έχουν αυτοεξυπηρετηθεί | ||
Μεταφράσεις
αυτοεξυπηρετούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.