υπερήφανος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερήφανος | η | υπερήφανη | το | υπερήφανο |
| γενική | του | υπερήφανου | της | υπερήφανης | του | υπερήφανου |
| αιτιατική | τον | υπερήφανο | την | υπερήφανη | το | υπερήφανο |
| κλητική | υπερήφανε | υπερήφανη | υπερήφανο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερήφανοι | οι | υπερήφανες | τα | υπερήφανα |
| γενική | των | υπερήφανων | των | υπερήφανων | των | υπερήφανων |
| αιτιατική | τους | υπερήφανους | τις | υπερήφανες | τα | υπερήφανα |
| κλητική | υπερήφανοι | υπερήφανες | υπερήφανα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπερήφανος < αρχαία ελληνική ὑπερήφανος < ὑπέρ + φαίνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.peˈɾi.fa.nos/
Επίθετο
υπερήφανος, -η, -ο
- που έχει υπερηφάνεια, που δεν θέλει να τον μειώνουν, να τον υποτιμούν, να τον θίγουν, να του κάνουν παρατηρήσεις
- δεν θα δεχτεί ελεημοσύνη, είναι υπερήφανος άνθρωπος
- που αισθάνεται χαρά και τιμή για κάτι που έκανε ο ίδιος, τιμά και τιμάται ιδιαίτερα από κάτι
- είμαι υπερήφανος για τα παιδιά μου
- ο αλαζόνας, που υπερεκτιμά τον εαυτό του ή κάτι δικό του, που είναι εύθικτος και προσβάλλεται εύκολα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
υπερήφανος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.