εύθικτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εύθικτος η εύθικτη το εύθικτο
      γενική του εύθικτου της εύθικτης του εύθικτου
    αιτιατική τον εύθικτο την εύθικτη το εύθικτο
     κλητική εύθικτε εύθικτη εύθικτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εύθικτοι οι εύθικτες τα εύθικτα
      γενική των εύθικτων των εύθικτων των εύθικτων
    αιτιατική τους εύθικτους τις εύθικτες τα εύθικτα
     κλητική εύθικτοι εύθικτες εύθικτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εύθικτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὔθικτος (που αγγίζει στο σημείο, γρήγορος}} & σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική touchy [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.fθi.ktos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εύθικτος

Επίθετο

εύθικτος, -η, -ο

  • (λόγιο) που θίγεται εύκολα, που συχνά θεωρεί προσβλητικά λόγια ή συμπεριφορές των άλλων απέναντί του, αυτός που παρεξηγείται εύκολα

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.