obywatel
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
obywatel (pl) αρσενικό
- ο πολίτης, αυτός που έχει την υπηκοότητα μιας χώρας, που έχει πολιτικά δικαιώματα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.