WC
Διαγλωσσικοί όροι
| 🅏 | |||||
| 🅏 | decimal | ||||
| 🅏 | Unicode (U+1F14F) SQUARED WC | ||||
| 🆏 | |||||
| 🆏 | decimal | ||||
| 🆏 | Unicode (U+1F18F) NEGATIVE SQUARED WC | ||||
Ετυμολογία
- WC < (άμεσο δάνειο) αγγλική WC < αρχικά γράμματα Water (νερό) Closet (θάλαμος) κυριολεκτικά: θάλαμος νερού

Αγγλικά (en)
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- WC < (άμεσο δάνειο) αγγλική WC → δείτε λέξεις Water Closet
Προφορά
- ΔΦΑ : /ve.se/
- toilettes (η τουαλέτα, το αποχωρητήριο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.