τουαλέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τουαλέτα οι τουαλέτες
      γενική της τουαλέτας των τουαλετών
    αιτιατική την τουαλέτα τις τουαλέτες
     κλητική τουαλέτα τουαλέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Στράπλες τουαλέτα με μακριά γάντια.
Τουαλέτα του 1886.
Τουαλέτα σε αεροπλάνο που διαθέτει και νιπτήρα.
Τουαλέτα (η λεκάνη της τουαλέτας) με σηκωμένο το καπάκι.

Ετυμολογία

τουαλέτα < (λόγιο δάνειο) γαλλική toilette[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /tu.aˈle.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τουαλέτα

Ουσιαστικό

τουαλέτα θηλυκό

  1. ονομασία για επίσημο, πολυτελές γυναικείο φόρεμα, κατά κανόνα μακρύ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
  2. έπιπλο που βρίσκεται κυρίως στην κρεβατοκάμαρα και έχει ενσωματωμένο καθρέφτη
  3. εκλεπτυσμένη ονομασία του δωματίου του αποχωρητηρίου
    ανδρικές, γυναικείες, δημόσιες τουαλέτες
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη αποχωρητήριο
  4. η λεκάνη της τουαλέτας (του καμπινέ)
  5. η διαδικασία της σωματικής υγιεινής
    θέλει δυο ώρες κάθε πρωί για την τουαλέτα της

Πολυλεκτικοί όροι

για την περιποίηση:

  • βραδινή τουαλέτα
  • πρωινή τουαλέτα

για το αποχωρητήριο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.