μπάνιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπάνιο τα μπάνια
      γενική του μπάνιου των μπάνιων
    αιτιατική το μπάνιο τα μπάνια
     κλητική μπάνιο μπάνια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπάνιο < (άμεσο δάνειο) ιταλική bagno < λατινική balneum < balineum < αρχαία ελληνική βαλανεῖον (αντιδάνειο)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈba.ɲo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπάνιο

Ουσιαστικό

μπάνιο ουδέτερο

  1. το πλύσιμο του σώματος
    είχα τρεις μήνες να κάνω μπάνιο και είχα βρωμίσει
  2. η κολύμβηση για αναψυχή
    κάθε καλοκαίρι πηγαίνω στο νησί μου για μπάνια
  3. το δωμάτιο του λουτρού
    μπες στο μπάνιο και έρχομαι να σε λούσω
  4. (κατ’ επέκταση) το πλύσιμο κάποιου υλικού (εκτός από το ρουχισμό)
    πέρασα τη φτερωτή τρία μπάνια σε πετρέλαιο και ακόμα έχει σκουριές επάνω της'
  5. (κατ’ επέκταση) το δοχείο μαζί με το ανάλογο περιεχόμενο υγρό για "βάψιμο" υλικών με ηλεκτρόλυση ή για πλύσιμο
  6. (κατ’ επέκταση) η διαδικασία "βαψίματος" των υλικών με ηλεκτρόλυση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Νεοελληνική Γραμματική (της Δημοτικής), Μ. Τριανταφυλλίδης κ.ά., 1941, Αθήνα, Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, § 216.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.