εξυγίανση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξυγίανση | οι | εξυγιάνσεις |
| γενική | της | εξυγίανσης* | των | εξυγιάνσεων |
| αιτιατική | την | εξυγίανση | τις | εξυγιάνσεις |
| κλητική | εξυγίανση | εξυγιάνσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εξυγιάνσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.