υγιή
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
υγιή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (υγιές) του υγιής
Συνώνυμα
- υγιά (λαϊκό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.