ὑγιής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ῠ῾γιεσ- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὑγιής | τὸ | ὑγιές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ὑγιοῦς | τοῦ | ὑγιοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ὑγιεῖ | τῷ | ὑγιεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὑγιῆ ὑγιέα > ὑγιᾶ |
τὸ | ὑγιές | ||
| κλητική ὦ! | ὑγιές | ὑγιές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ὑγιεῖς | τὰ | ὑγιῆ σπανιότερα: ὑγιᾶ | ||
| γενική | τῶν | ὑγιῶν | τῶν | ὑγιῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ὑγιέσῐ(ν) | τοῖς | ὑγιέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὑγιεῖς σπανιότερα: ὑγιᾶς |
τὰ | ὑγιῆ σπανιότερα: ὑγιᾶ | ||
| κλητική ὦ! | ὑγιεῖς | ὑγιῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑγιεῖ/ὑγιῆ | τὼ | ὑγιεῖ/ὑγιῆ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὑγιοῖν | τοῖν | ὑγιοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ὑγιής < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή : πιθανό πρώτο συνθετικό: *h₁su- (καλός, γενναίος δείτε και εὖ, ἐΰς) + πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷeyh₃- (ενέργεια, βίος, ζω) + κατάληξη *-ḗs. Κυριολεκτικά: μακρός, καλός βίος). Κατ' άλλη άποψη, με πρώτο συνθετικό την αρχαία πρόθεση ὑ- (όπως στο ὕστερος), ισοδύναμη με το ἐπί, που θα οδηγούσε σε σημασία παρόμοια με του ρήματος ἐπιβιῶ.[1]
Επίθετο
ὑγιής, -ής, -ές, συγκριτικός :ὑγιέστερος/(ὑγιώτερος), υπερθετικός : ὑγιέστατος
- υγιής
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 524
- μῦθος δ’ ὃς μὲν νῦν ὑγιὴς εἰρημένος ἔστω,
- Και ιδού σας είπα ό,τι καλόν μού εφάνη δια την ώραν·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- μῦθος δ’ ὃς μὲν νῦν ὑγιὴς εἰρημένος ἔστω,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 524
σπανιότερα:
- ὑγίεις
- ὕγειος / ὕγιος
Εκφράσεις
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
ὑγι-
ὑγι-
- ἀνυγίαστος
- ἀνυγιής
- αὐτοϋγίεια
- ἀφυγιασμός
- ἀφυγιάζω
- διυγιαίνω
- ἐξυγιαίνω
- ἐξυγιάζω
- πολύγιος ?
- συνυγιαίνω
- ὑγείδιον
- ὑγιάζομαι
- ὑγιάζω
- ὑγιαίνω
- ὑγίανσις
- ὑγιαντός
- ὑγίασμα
- ὑγιαστήριον
- ὑγιαστικός
- ὑγιαστός
- ὑγιάτης, Ὑγιάτης
- ὑγιάζομαι
- ὑγιάζω
- ὑγίεια, Ὑγίεια / ὑγεία, ὑγεῖα
- ὑγιεινή
- ὑγιεινός
- ὑγίεις
- ὑγιηρός
- ὑγιοποιέω
- ὑγιόπους
- ὑγιότης
- ὑγιόω
- ὑγιοζυγία
- φιλοϋγιής / φιλυγιής
Αναφορές
- υγιής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ὑγιής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑγιής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.