ανθυγιεινότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθυγιεινότητα οι ανθυγιεινότητες
      γενική της ανθυγιεινότητας των ανθυγιεινοτήτων
    αιτιατική την ανθυγιεινότητα τις ανθυγιεινότητες
     κλητική ανθυγιεινότητα ανθυγιεινότητες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανθυγιεινότητα < ανθυγιεινός + -ότητα

Ουσιαστικό

ανθυγιεινότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.