θορυβισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θορυβισμός | οι | θορυβισμοί |
| γενική | του | θορυβισμού | των | θορυβισμών |
| αιτιατική | τον | θορυβισμό | τους | θορυβισμούς |
| κλητική | θορυβισμέ | θορυβισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θορυβισμός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική bruitisme
Προφορά
- ΔΦΑ : /θo.ɾi.viˈzmos/
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη θόρυβος
- αλεατορικός
- νταντά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.