ανακάλυψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανακάλυψη οι ανακαλύψεις
      γενική της ανακάλυψης* των ανακαλύψεων
    αιτιατική την ανακάλυψη τις ανακαλύψεις
     κλητική ανακάλυψη ανακαλύψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακαλύψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανακάλυψη < από το ανακαλύπτω

Ουσιαστικό

ανακάλυψη θηλυκό (πληθυντικός : ανακαλύψεις)

  1. το να βρίσκει κανείς κάτι που υπήρχε, αλλά δεν ήταν γνωστό ή δεν ήξερε πού βρίσκεται
  2. (μεταφορικά) η επινόηση

Σημειώσεις

  • Οι ανακαλύψεις είναι άλλοτε τυχαίες και άλλοτε μετά από συστηματική και επίπονη έρευνα, αλλά πολύ σημαντικές για τη ζωή και τον πολιτισμό, ευρήματα του ανθρώπου, π.χ. η ανακάλυψη της Αμερικής ή εξωτερικά ερεθίσματα που γονιμοποιούνται θετικά στον ανθρώπινο νου, π.χ. η ανακάλυψη της αρχής της ανώσεως από τον Αρχιμήδη. Η διαφορά της ανακάλυψης από την εφεύρεση είναι πως η ανακάλυψη προϋπήρχε, ενώ η εφεύρεση αποτελεί κάτι που δημιουργήθηκε.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.