ανακάλυψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανακάλυψη | οι | ανακαλύψεις |
| γενική | της | ανακάλυψης* | των | ανακαλύψεων |
| αιτιατική | την | ανακάλυψη | τις | ανακαλύψεις |
| κλητική | ανακάλυψη | ανακαλύψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανακαλύψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανακάλυψη < από το ανακαλύπτω
Ουσιαστικό
ανακάλυψη θηλυκό (πληθυντικός : ανακαλύψεις)
- το να βρίσκει κανείς κάτι που υπήρχε, αλλά δεν ήταν γνωστό ή δεν ήξερε πού βρίσκεται
- (μεταφορικά) η επινόηση
Σημειώσεις
- Οι ανακαλύψεις είναι άλλοτε τυχαίες και άλλοτε μετά από συστηματική και επίπονη έρευνα, αλλά πολύ σημαντικές για τη ζωή και τον πολιτισμό, ευρήματα του ανθρώπου, π.χ. η ανακάλυψη της Αμερικής ή εξωτερικά ερεθίσματα που γονιμοποιούνται θετικά στον ανθρώπινο νου, π.χ. η ανακάλυψη της αρχής της ανώσεως από τον Αρχιμήδη. Η διαφορά της ανακάλυψης από την εφεύρεση είναι πως η ανακάλυψη προϋπήρχε, ενώ η εφεύρεση αποτελεί κάτι που δημιουργήθηκε.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.