τσιμεντόπλακα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιμεντόπλακα οι τσιμεντόπλακες
      γενική της τσιμεντόπλακας των (τσιμεντοπλακών)
    αιτιατική την τσιμεντόπλακα τις τσιμεντόπλακες
     κλητική τσιμεντόπλακα τσιμεντόπλακες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσιμεντόπλακα < τσιμέντ(ο) + -ό- + πλάκα

Ουσιαστικό

τσιμεντόπλακα θηλυκό

  • (οικοδομική) πλάκα για επίστρωση πεζοδρομίου ή άλλων μεγάλων επιφανειών, που είναι εμφανώς κατασκευασμένη από τσιμέντο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.