τσιμεντάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τσιμεντάρω < τσιμέντ(ο) + -άρω

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡si.menˈda.ɾo/

Ρήμα

τσιμεντάρω (παθητική φωνή: τσιμεντάρομαι)

  1. (κυριολεκτικά) στρώνω μια επιφάνεια με τσιμέντο ή καλύπτω μια τρύπα ή ένα άνοιγμα
  2. (μεταφορικά) (αργκό) (μαφιόζικη ενέργεια) εγκλωβίζω τα πόδια κάποιου (πτώματος) σε τσιμέντο και τον ποντίζω στη θάλασσα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.