τσιμεντοβιομηχανία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιμεντοβιομηχανία οι τσιμεντοβιομηχανίες
      γενική της τσιμεντοβιομηχανίας των τσιμεντοβιομηχανιών
    αιτιατική την τσιμεντοβιομηχανία τις τσιμεντοβιομηχανίες
     κλητική τσιμεντοβιομηχανία τσιμεντοβιομηχανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσιμεντοβιομηχανία < τσιμέντο + βιομηχανία

Ουσιαστικό

τσιμεντοβιομηχανία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.