ατσιμεντάριστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατσιμεντάριστος η ατσιμεντάριστη το ατσιμεντάριστο
      γενική του ατσιμεντάριστου της ατσιμεντάριστης του ατσιμεντάριστου
    αιτιατική τον ατσιμεντάριστο την ατσιμεντάριστη το ατσιμεντάριστο
     κλητική ατσιμεντάριστε ατσιμεντάριστη ατσιμεντάριστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατσιμεντάριστοι οι ατσιμεντάριστες τα ατσιμεντάριστα
      γενική των ατσιμεντάριστων των ατσιμεντάριστων των ατσιμεντάριστων
    αιτιατική τους ατσιμεντάριστους τις ατσιμεντάριστες τα ατσιμεντάριστα
     κλητική ατσιμεντάριστοι ατσιμεντάριστες ατσιμεντάριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ατσιμεντάριστος < α- στερητικό + τσιμεντάρ(ω) + -ιστος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.t͡si.menˈda.ɾi.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ατσιμεντάριστος

Επίθετο

ατσιμεντάριστος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.