τσιμεντάδικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιμεντάδικο τα τσιμεντάδικα
      γενική του τσιμεντάδικου των τσιμεντάδικων
    αιτιατική το τσιμεντάδικο τα τσιμεντάδικα
     κλητική τσιμεντάδικο τσιμεντάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσιμεντάδικο < τσιμέντ(ο) + -άδικο

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡si.menˈda.ði.ko/

Ουσιαστικό

τσιμεντάδικο ουδέτερο

  1. εργοστάσιο που παράγει τσιμέντο
  2. πλοίο που μεταφέρει τσιμέντο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.