τσιμεντοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τσιμεντοποίηση | οι | τσιμεντοποιήσεις |
| γενική | της | τσιμεντοποίησης* | των | τσιμεντοποιήσεων |
| αιτιατική | την | τσιμεντοποίηση | τις | τσιμεντοποιήσεις |
| κλητική | τσιμεντοποίηση | τσιμεντοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, τσιμεντοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσιμεντοποίηση (νεολογισμός) < Μορφολογικά αναλύεται σε τσιμεντοποιώ + -ση (μεταφραστικό δάνειο από την ιταλική cementificazione)
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡si.men.doˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσι‐με‐ντο‐ποί‐η‐ση
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις τσιμέντο και τσιμεντοποιώ
Μεταφράσεις
τσιμεντοποίηση
|
Πηγές
- τσιμεντοποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.