τσιμεντόλιθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσιμεντόλιθος οι τσιμεντόλιθοι
      γενική του τσιμεντόλιθου
& τσιμεντολίθου
των τσιμεντόλιθων
& τσιμεντολίθων
    αιτιατική τον τσιμεντόλιθο τους τσιμεντόλιθους
& τσιμεντολίθους
     κλητική τσιμεντόλιθε τσιμεντόλιθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσιμεντόλιθος < τσιμέντο + λίθος

Ουσιαστικό

τσιμεντόλιθος αρσενικό

  1. οικοδομικό υλικό από τσιμέντο, άμμο και ελαφρόπετρα ή, σπανιότερα, άλλο αδρανές, σε σχήμα μεγάλου τούβλου
  2. (συνεκδοχικά) ο κισσηρόλιθος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.