τσαμπουκάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσαμπουκάς οι τσαμπουκάδες
      γενική του τσαμπουκά των τσαμπουκάδων
    αιτιατική τον τσαμπουκά τους τσαμπουκάδες
     κλητική τσαμπουκά τσαμπουκάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσαμπουκάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική çabuka (που τον έχουν καταδικάσει ξανά) < sabıka (κι άλλη καταδίκη) (< sabık (προηγούμενος) < αραβική سابق (sābik: προηγούμενος)

Ουσιαστικό

τσαμπουκάς αρσενικό (λαϊκότροπο)

  1. ο τσακωμός, ο καβγάς, η φασαρία
    Μας πουλάει τσαμπουκά.
  2. (κατ’ επέκταση) ο μάγκας, ο νταής, αυτός που με τη συμπεριφορά του ψάχνει ή προκαλεί καβγάδες
    Ο πιτσιρικάς ήταν μεγάλος τσαμπουκάς.
  3. η προκλητική μάγκικη συμπεριφορά, μαγκιά, νταηλίκι, ζοριλίκι
    Έξω από το καφενείο έγινε τσαμπουκάς.
    Πάει γυρεύοντας για τσαμπουκά.
  4. (αργκό) οι επουλωμένες πληγές, συνήθως από ξυράφι, στα χέρια ή και στο πρόσωπο
    Τα μπράτσα του ήταν γεμάτα τσαμπουκάδες.

Εκφράσεις

  • κόβω τον τσαμπουκά και σπάω τον τσαμπουκά: κάνω κάποιον να χάσει το ηθικό του, την εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στις δυνάμεις του

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.