τσαμπουκάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τσαμπουκάς | οι | τσαμπουκάδες |
| γενική | του | τσαμπουκά | των | τσαμπουκάδων |
| αιτιατική | τον | τσαμπουκά | τους | τσαμπουκάδες |
| κλητική | τσαμπουκά | τσαμπουκάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσαμπουκάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική çabuka (που τον έχουν καταδικάσει ξανά) < sabıka (κι άλλη καταδίκη) (< sabık (προηγούμενος) < αραβική سابق (sābik: προηγούμενος)
Ουσιαστικό
τσαμπουκάς αρσενικό (λαϊκότροπο)
- ο τσακωμός, ο καβγάς, η φασαρία
- Μας πουλάει τσαμπουκά.
- (κατ’ επέκταση) ο μάγκας, ο νταής, αυτός που με τη συμπεριφορά του ψάχνει ή προκαλεί καβγάδες
- Ο πιτσιρικάς ήταν μεγάλος τσαμπουκάς.
- η προκλητική μάγκικη συμπεριφορά, μαγκιά, νταηλίκι, ζοριλίκι
- Έξω από το καφενείο έγινε τσαμπουκάς.
- Πάει γυρεύοντας για τσαμπουκά.
- (αργκό) οι επουλωμένες πληγές, συνήθως από ξυράφι, στα χέρια ή και στο πρόσωπο
- Τα μπράτσα του ήταν γεμάτα τσαμπουκάδες.
Εκφράσεις
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.