τσαμπουκαλής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσαμπουκαλής οι τσαμπουκαλήδες
      γενική του τσαμπουκαλή των τσαμπουκαλήδων
    αιτιατική τον τσαμπουκαλή τους τσαμπουκαλήδες
     κλητική τσαμπουκαλή τσαμπουκαλήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσαμπουκαλής < (άμεσο δάνειο) τουρκική çabukalı

Ουσιαστικό

τσαμπουκαλής αρσενικό (θηλυκό: τσαμπουκαλού)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.