καταδίκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταδίκη οι καταδίκες
      γενική της καταδίκης των καταδικών
    αιτιατική την καταδίκη τις καταδίκες
     κλητική καταδίκη καταδίκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταδίκη < αρχαία ελληνική καταδίκη

Ουσιαστικό

καταδίκη θηλυκό

  1. η απόφαση δικαστηρίου με την οποία κρίνεται ένοχος ο κατηγορούμενος και του επιβάλλεται ποινή
  2. (μεταφορικά) η κατάσταση πολύ δυσάρεστη

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

καταδίκη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

καταδίκη θηλυκό

  1. δικαστική απόφαση με την οποία επιβάλλεται ποινή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.