τσαμπουκαλού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσαμπουκαλού οι τσαμπουκαλούδες
      γενική της τσαμπουκαλούς των τσαμπουκαλούδων
    αιτιατική την τσαμπουκαλού τις τσαμπουκαλούδες
     κλητική τσαμπουκαλού τσαμπουκαλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσαμπουκαλού < τσαμπουκαλ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡sa.bu.kaˈlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσαμπουκαλού

Ουσιαστικό

τσαμπουκαλού θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τσαμπουκαλής

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.