τσαμπί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσαμπί | τα | τσαμπιά |
| γενική | του | τσαμπιού | των | τσαμπιών |
| αιτιατική | το | τσαμπί | τα | τσαμπιά |
| κλητική | τσαμπί | τσαμπιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσαμπί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσαμπί < βενετική zambin, υποκοριστικό του zamba (κνήμη ζώου)[1]
Ουσιαστικό
τσαμπί ουδέτερο
- (βοτανική) ο μίσχος (κοτσάνι) αμπέλου με τις ρώγες σταφυλιών
- (κατ’ επέκταση) ο μίσχος (κοτσάνι) φυτού που φέρει σε συμπτυγμένη διάταξη καρπούς κι άλλων φυτών (μπανάνα]]ς κ.λπ.)
- (μεταφορικά) για δήλωση συνωστισμού και πολυκοσμίας
Αναφορές
- τσαμπί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.