συνωστισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συνωστισμός | οι | συνωστισμοί |
| γενική | του | συνωστισμού | των | συνωστισμών |
| αιτιατική | τον | συνωστισμό | τους | συνωστισμούς |
| κλητική | συνωστισμέ | συνωστισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνωστισμός < συνωστίζομαι + -μός < συν- + αρχαία ελληνική ὠστίζομαι, επιτατικό τού ὠθέομαι / ὠθοῦμαι, παθητική φωνή του ρήματος ὠθέω / ὠθῶ
Ουσιαστικό
συνωστισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συνωστίζομαι, το να στριμώχνονται πολλοί σε σχετικά περιορισμένο χώρο
- ↪αναμένεται μεγάλος συνωστισμός υποψηφίων κατά τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων
- ↪καθυστέρησε λόγω του συνωστισμού
Συγγενικά
- συνωστίζομαι
- → δείτε τις λέξεις συν, σύν, ωθώ και ὠθέω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.