τσαμπάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσαμπάκι | τα | τσαμπάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | τσαμπάκι | τα | τσαμπάκια |
| κλητική | τσαμπάκι | τσαμπάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσαμπάκι < τσαμπί + υποκοριστικό επίθημα -άκι < μεσαιωνική ελληνική τσαμπί < βενετική zambin, υποκοριστικό του zamba (κνήμη ζώου)
- τσαμπάκι < τουρκική zambak < αραβική زنبق (zanbak: κρίνος)
Μεταφράσεις
τσαμπάκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.