τσαμπάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσαμπάκι τα τσαμπάκια
      γενική
    αιτιατική το τσαμπάκι τα τσαμπάκια
     κλητική τσαμπάκι τσαμπάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

  1. τσαμπάκι < τσαμπί + υποκοριστικό επίθημα -άκι < μεσαιωνική ελληνική τσαμπί < βενετική zambin, υποκοριστικό του zamba (κνήμη ζώου)
  2. τσαμπάκι < τουρκική zambak < αραβική زنبق (zanbak: κρίνος)

Ουσιαστικό

τσαμπάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του τσαμπί
  2. (φυτό) άλλη μορφή του ζαμπάκι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.