τσάμπουρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσάμπουρο | τα | τσάμπουρα |
| γενική | του | τσάμπουρου | των | τσάμπουρων |
| αιτιατική | το | τσάμπουρο | τα | τσάμπουρα |
| κλητική | τσάμπουρο | τσάμπουρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσάμπουρο < τσαμπί + ουρά + -ο < μεσαιωνική ελληνική τσαμπί < βενετική zambin, υποκοριστικό του zamba (κνήμη ζώου)
Ουσιαστικό
τσάμπουρο ουδέτερο
- το τσαμπί των σταφυλιών απογυμνωμένο από ρώγες, ή το κοτσάνι του σταφυλιού δίχως τον καρπό
- (σπάνιο) το αποστάφυλο
- (στον πληθυντικό) τσάμπουρα: τα στέμφυλα
Εκφράσεις
- εσύ 'σαι το σταφύλι κι εγώ το τσάμπουρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.