πολυκοσμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυκοσμία οι πολυκοσμίες
      γενική της πολυκοσμίας των πολυκοσμιών
    αιτιατική την πολυκοσμία τις πολυκοσμίες
     κλητική πολυκοσμία πολυκοσμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολυκοσμία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πολυκοσμία θηλυκό

  • η ύπαρξη στο ίδιο μέρος μεγάλου πλήθους ανθρώπων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.