τσάπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τσάπα | οι | τσάπες |
| γενική | της | τσάπας | των | τσαπών |
| αιτιατική | την | τσάπα | τις | τσάπες |
| κλητική | τσάπα | τσάπες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Τσάπα

Χωματουργική τσάπα
Ετυμολογία
- τσάπα < μεσαιωνική ελληνική τσάπα < ιταλική zappa < υστερολατινική sappa (τσάπα) < (ηχομιμητική λέξη)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈt͡sa.pa/
Ουσιαστικό
τσάπα θηλυκό
- εργαλείο για σκάψιμο που έχει ξύλινη λαβή και κάθετα σ’ αυτήν ένα πλατύ και ελαφρά κυρτό μεταλλικό κοφτερό εξάρτημα
- Ἔχω τὴ δικιά μου φιλοδοξία: ν' ἀποχτήσω δικό μου κασμά, δικιά μου τσάπα, δικό μου κλαδευτήρι. (Κοσμάς Πολίτης, Στοῦ Χατζηφράγκου, Αθήνα 1963)
- ≈ συνώνυμα: σκαπάνη
- εξάρτημα αυτοκινούμενου χωματουργικού μηχανήματος που χρησιμοποιείται για εκσκαφές
- (κατ’ επέκταση) (λαϊκότροπο) εκσκαφέας, αυτοκινούμενο μηχάνημα που φέρει το εξάρτημα
Συγγενικά
- αξίνα
- μάκελλα
- σκαλιστήρι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.