ατσάπιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατσάπιστος η ατσάπιστη το ατσάπιστο
      γενική του ατσάπιστου της ατσάπιστης του ατσάπιστου
    αιτιατική τον ατσάπιστο την ατσάπιστη το ατσάπιστο
     κλητική ατσάπιστε ατσάπιστη ατσάπιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατσάπιστοι οι ατσάπιστες τα ατσάπιστα
      γενική των ατσάπιστων των ατσάπιστων των ατσάπιστων
    αιτιατική τους ατσάπιστους τις ατσάπιστες τα ατσάπιστα
     κλητική ατσάπιστοι ατσάπιστες ατσάπιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ατσάπιστος < α- στερητικό + (τσαπίζω) τσαπισ- + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈt͡sa.pi.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ατσάπιστος

Επίθετο

ατσάπιστος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.