σκαλιστήρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκαλιστήρι | τα | σκαλιστήρια |
| γενική | του | σκαλιστηριού | των | σκαλιστηριών |
| αιτιατική | το | σκαλιστήρι | τα | σκαλιστήρια |
| κλητική | σκαλιστήρι | σκαλιστήρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ska.liˈsti.ɾi/
Ετυμολογία
- σκαλιστήρι < μεσαιωνική ελληνική σκαλιστήριον < σκαλίζω + -τήριον
Ουσιαστικό

Σκαλιστήρι
σκαλιστήρι ουδέτερο
- εργαλείο για το σκάλισμα του κήπου και για άλλες γεωργικές εργασίες, το οποίο αποτελείται από ξύλινη λαβή και μεταλλικό τμήμα με μια απόληξη διχαλωτή και μια πεπλατυσμένη
- Τὴν αὐγὴ πῆρα τὸ σκαλιστήρι μου, πῆγα εἰς τὸ περιβόλι μου καὶ δούλευα. (Ιωάννης Μακρυγιάννης, Ἀπομνημονεύματα, βιβλίο Γ΄, κεφάλαιο 6ο, περίπου 1850)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.