τσαπί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσαπί | τα | τσαπιά |
| γενική | του | τσαπιού | των | τσαπιών |
| αιτιατική | το | τσαπί | τα | τσαπιά |
| κλητική | τσαπί | τσαπιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
Τσαπί.
Ετυμολογία
- τσαπί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσαπίον < υποκοριστικό του τσάπα
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡saˈpi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσα‐πί
Ουσιαστικό
τσαπί ουδέτερο
- (εργαλείο) σκαπτικό εργαλείο με μακρόστενο, κοφτερό, μεταλλικό εξάρτημα πεπλατυσμένο στα δύο άκρα και προσαρμοσμένο σε ξύλινο στέλεχος
- ※ Kι ὁ Kουκουλιώτης βάνοντας φτυάρι καὶ τσαπὶ στὸν ὦμο ἐδιάταξε τὴ γυναίκα νὰ τὸν ἀκολουθήσει μαζὶ μὲ τὸ παιδί της. (Κωνσταντίνος Θεοτόκης, «Πίστομα», περιοδικό Τέχνη, Αθήνα 1899· μετέπειτα στον τόμο Κορφιάτικες ἱστορίες)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τσάπα
- αξίνα
- μάκελλα
- σκαλιστήρι
- σκαπάνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.