αξίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αξίνα οι αξίνες
      γενική της αξίνας των αξινών
    αιτιατική την αξίνα τις αξίνες
     κλητική αξίνα αξίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μια αξίνα

Ετυμολογία

αξίνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀξίνα < αρχαία ελληνική ἀξίνη [1]

Ουσιαστικό

αξίνα θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.