σκάψιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκάψιμο τα σκαψίματα
      γενική του σκαψίματος των σκαψιμάτων
    αιτιατική το σκάψιμο τα σκαψίματα
     κλητική σκάψιμο σκαψίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκάψιμο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σκάψιμο ουδέτερο

  1. η ενέργεια του σκάβω
  2. το αποτέλεσμα του σκάβω, το σκάμμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.