τσάπισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσάπισμα τα τσαπίσματα
      γενική του τσαπίσματος των τσαπισμάτων
    αιτιατική το τσάπισμα τα τσαπίσματα
     κλητική τσάπισμα τσαπίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσάπισμα < τσαπίζω + -μα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈt͡sa.pi.zma/

Ουσιαστικό

τσάπισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.