τρόφιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | τρόφιμος | οι | τρόφιμοι |
| γενική | του/της του |
τροφίμου τρόφιμου |
των | τροφίμων |
| αιτιατική | τον/την | τρόφιμο | τους/τις τους |
τροφίμους τρόφιμους |
| κλητική | τρόφιμε | τρόφιμοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τρόφιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τρόφιμος (θετό παιδί) < τρέφω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtɾo.fi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρό‐φι‐μος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.