υπερτροφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερτροφικός | η | υπερτροφική | το | υπερτροφικό |
| γενική | του | υπερτροφικού | της | υπερτροφικής | του | υπερτροφικού |
| αιτιατική | τον | υπερτροφικό | την | υπερτροφική | το | υπερτροφικό |
| κλητική | υπερτροφικέ | υπερτροφική | υπερτροφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερτροφικοί | οι | υπερτροφικές | τα | υπερτροφικά |
| γενική | των | υπερτροφικών | των | υπερτροφικών | των | υπερτροφικών |
| αιτιατική | τους | υπερτροφικούς | τις | υπερτροφικές | τα | υπερτροφικά |
| κλητική | υπερτροφικοί | υπερτροφικές | υπερτροφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπερτροφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hypertrophique < αρχαία ελληνική ὑπέρ + τροφή < τρέφω
Επίθετο
υπερτροφικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που παρουσιάζει υπερτροφία
- (μεταφορικά) που είναι υπερβολικά ανεπτυγμένος
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις υπερτροφία, υπέρ και τρέφω
Μεταφράσεις
υπερτροφικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.