ανατροφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανατροφή | οι | ανατροφές |
| γενική | της | ανατροφής | των | ανατροφών |
| αιτιατική | την | ανατροφή | τις | ανατροφές |
| κλητική | ανατροφή | ανατροφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
ανατροφή < (ελληνιστική κοινή) ἀνατροφή
Ουσιαστικό
ανατροφή θηλυκό
- η διατροφή, η υλική και συναισθηματική φροντίδα, και κυρίως η διαπαιδαγώγηση που παρέχεται σε ένα παιδί από εκείνον που έχει την ευθύνη του
- Η εργασία ήτο η μόνη ανατροφή, ἥν είχε λάβει παρά του πατρός του, αύτη δε ήτο, φρονώ, η αρίστη, ἥν ηδύνατο λάβη, και αύτη τον έσωζεν. (Αλ. Παπαδιαμάντης, "Η Γυφτοπούλα")
- Κακότροπο παιδί! Χωρίς ανατροφή!) (δηλ. χωρίς καλή ανατροφή)
- (σπάνια) η διατροφή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.