ατροφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ατροφία | οι | ατροφίες |
| γενική | της | ατροφίας | των | ατροφιών |
| αιτιατική | την | ατροφία | τις | ατροφίες |
| κλητική | ατροφία | ατροφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ατροφία < αρχαία ελληνική ἀτροφία
Ουσιαστικό
ατροφία θηλυκό
- η ασθενική κατάσταση ενός οργάνου ως προς τις διαστάσεις και τη λειτουργικότητά του, που οφείλεται σε τραύμα, ασθένεια ή σε ελλιπή χρήση του
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.