θροφή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θροφή οι θροφές
      γενική της θροφής των θροφών
    αιτιατική τη θροφή τις θροφές
     κλητική θροφή θροφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θροφή < τροφή

Ουσιαστικό

θροφή θηλυκό

  • (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του τροφή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.