διατροφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διατροφικός | η | διατροφική | το | διατροφικό |
| γενική | του | διατροφικού | της | διατροφικής | του | διατροφικού |
| αιτιατική | τον | διατροφικό | τη | διατροφική | το | διατροφικό |
| κλητική | διατροφικέ | διατροφική | διατροφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διατροφικοί | οι | διατροφικές | τα | διατροφικά |
| γενική | των | διατροφικών | των | διατροφικών | των | διατροφικών |
| αιτιατική | τους | διατροφικούς | τις | διατροφικές | τα | διατροφικά |
| κλητική | διατροφικοί | διατροφικές | διατροφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
διατροφικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.