ευτροφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευτροφικός η ευτροφική το ευτροφικό
      γενική του ευτροφικού της ευτροφικής του ευτροφικού
    αιτιατική τον ευτροφικό την ευτροφική το ευτροφικό
     κλητική ευτροφικέ ευτροφική ευτροφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευτροφικοί οι ευτροφικές τα ευτροφικά
      γενική των ευτροφικών των ευτροφικών των ευτροφικών
    αιτιατική τους ευτροφικούς τις ευτροφικές τα ευτροφικά
     κλητική ευτροφικοί ευτροφικές ευτροφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευτροφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική eutrophic[1] + -ικός < αρχαία ελληνική εὐτροφία < εὔτροφος < εὖ (ευ-) + τρέφω

Προφορά

ΔΦΑ : /ef.tɾo.fiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευτροφικός

Επίθετο

ευτροφικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ευτροφικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.